- θωπευμάτιον
- θωπευμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού θώπευμα*) στον πληθ. τα θωπευμάτιαμικρές κολακείες, καλοπιάσματα, εκδηλώσεις στοργής και τρυφερότητας («ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι» — πώς τού έχεις κερδίσει την εύνοια με μικρά καλοπιάσματα, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θώπευμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ων].
Dictionary of Greek. 2013.